Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στριπτιζέζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριπτιζέζ η [striptizéz] Ο (άκλ.) : η γυναίκα που επαγγελματικά εκτελεί νούμερα στριπτίζ.

[λόγ. < γαλλ. stripteaseuse]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go