Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στριμωξίδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριμωξίδι το [strimoksíδi] Ο44 : η κατάσταση του στριμώγματος, ο συνωστισμός προσώπων σε περιορισμένο χώρο: Tο πρωινό ~ στο λεωφορείο.

[στριμωξ- (στριμώχνω) -ίδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go