Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στριγκλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριγκλιάζω [striŋglázo] Ρ2.1α : (οικ.) γίνομαι κακός, δύστροπος: Tι τον έπιασε και στρίγκλιασε ξαφνικά;

[στριγκλ(ιά) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες