Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρεσάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρεσάρω [stresáro] -ομαι Ρ6 : προκαλώ στρες, υποβάλλω κπ. σε στρες: H οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.

[στρες -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες