Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρεπτοκοκκίαση η [streptokokíasi] Ο33 : (ιατρ.) λοίμωξη (τοπική ή γενική) που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο.
[λόγ. στρεπτόκοκκ(ος) + -ία(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. streptococcie]



