Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρατοπεδεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατοπεδεύω [stratopeδévo] Ρ5.1α μππ. στρατοπεδευμένος : για στρατιωτική μονάδα που εγκαθίσταται προσωρινά κάπου: Ο εχθρός είχε στρατοπεδεύσει σε σκηνές στις παρυφές του δάσους. Οι στρατιώτες έμειναν στρατοπεδευμένοι περιμένοντας νεότερη διαταγή.

[λόγ. < αρχ. στρατοπεδεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go