Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκράτης ο [stratokrátis] Ο10 : αυτός που υποστηρίζει θεωρητικά τη στρατοκρατία ως θεσμό ή αυτός που στηρίζει ένα στρατοκρατικό καθεστώς ή που συμμετέχει σε αυτό. || (ως επίθ.).
[λόγ. στρατο(κρατία) -κράτης (αναδρ. σχημ.)]



