Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοδικείο το [stratoδikío] Ο39 : δικαστήριο που αποτελείται από αξιωματικούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης και που δικάζει στρατιωτικούς· σε ανώμαλες καταστάσεις, όταν κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος, δικάζει και πολίτες που κατηγορούνται για ορισμένα αδικήματα: Παραπέμφθηκε στο έκτακτο ~ με την κατηγορία της λιποταξίας σε καιρό πολέμου. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί καταδικάστηκαν από το διαρκές ~. Περ νώ από ~, δικάζομαι από στρατοδικείο: Θα τον περάσουν από ~ για εγκατάλειψη σκοπιάς.
[λόγ. στρατο- 1 + -δικείον μτφρδ. γαλλ. tribunal militaire]