Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατεύσιμος -η -ο [stratéfsimos] Ε5 : που έχει υποχρέωση για στράτευ ση: Στρατεύσιμες ηλικίες. || (συνήθ. ως ουσ.) ο στρατεύσιμος: Οι στρατεύ σιμοι του νομού Θεσσαλονίκης καλούνται για κατάταξη.
[λόγ. < αρχ. στρατεύσιμος `κατάλληλος για στρατ. υπηρεσία΄]



