Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραγγαλιστικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγγαλιστικός 1 -ή -ό [straŋgalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το στραγγαλισμό ή με το στραγγαλιστή.

[λόγ. στραγγαλισ- (στραγγαλίζω) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγγαλιστικός 2 -ή -ό : (τεχν.) για μηχανισμό που ρυθμίζει τη ροή υγρού ή αερίου σε έναν αγωγό. || (ηλεκτρολ.): Στραγγαλιστικό πηνίο.

[λόγ. < στραγγαλιστικός 1 κατά τη σημ. της λ. στραγγάλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες