Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραγγαλιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγγαλιστής ο [straŋgalistís] Ο7 θηλ. στραγγαλίστρια [straŋgalístria] Ο27 : αυτός που στραγγάλισε κπ.: Ο ~ της Bοστώνης.

[λόγ. στραγγαλισ- (στραγγαλίζω) -τής· λόγ. στραγγαλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες