Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραγαλατζίδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγαλατζίδικο το [straγaladzíδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα ή υπαίθριος πάγκος όπου πουλούν στραγάλια.

[στραγαλατζ(ής) -ίδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες