Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραγαλατζής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγαλατζής ο [straγaladzís] Ο8 : (οικ.) αυτός που φτιάχνει και πουλάει στραγάλια: Πλανόδιος ~.

[στραγάλ(ι) -ατζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες