Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβούλιακας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβούλιακας ο [stravúlakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ., χλευ.) άνθρωπος που δε βλέπει ή που δε βλέπει καλά.

[στραβ(ός) 2 -ούλιακας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες