Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβοξυλιά η [stravoksilá] Ο24 : α. η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του ανθρώπου που είναι στραβόξυλο. β. ενέργεια ή συμπεριφορά του στραβόξυλου 1, του δύστροπου: Είναι μεγάλη ~ του να μη θέλει να σε διευκολύνει.
[στραβόξυλ(ο) 1 -ιά]



