Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβοκοιτάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκοιτάζω [stravokitázo] Ρ2.2α & στραβοκοιτώ [stravokitó] Ρ10.6α : κοιτάζω κπ. ή κτ. λοξά, στρέφω το βλέμμα μου προς αυτό(ν), όχι όμως και το πρόσωπό μου, για να δείξω την περιφρόνηση, τη δυσαρέσκεια ή τις απειλητικές διαθέσεις μου. || κοιτάζω κπ. με ένα βλέμμα που δείχνει κάποια αρνητική διάθεση: Πολύ μας στραβοκοιτάζει αυτός, γιατί άραγε;

[μσν. στραβοκοιτάζω < στραβο- + κοιτάζω· στραβο- + κοιτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες