Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβοκοίταγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκοίταγμα το [stravokítaγma] Ο49 : (οικ.) βλέμμα περιφρονητικό ή απειλητικό: Πιάστηκαν στα χέρια για ένα ~.

[στραβοκοιτακ- (στραβοκοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες