Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβο
32 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβο- [stravo] & στραβό- [stravó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του στραβός, όχι ίσιος, όχι σωστός: ~κοιμάμαι, ~πατώ· ~βαλμένος, ~κομμένος, ~φορεμένος. || (μτφ.) για εσφαλμέ νη κίνηση: ~πάτημα, ~τιμονιά. || ως χαρακτηρισμός δύστροπου ανθρώπου: στραβόξυλο. 2. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δεν έχει σωστή διάπλαση στο μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~λαίμης, ~μούρης, ~μύτης. 3. συνήθ. σε σύνθετα ρήματα για δήλω ση δυσαρέσκειας του υποκειμένου: ~κοιτάζω, ~μουτσουνιάζω.

[μσν. στραβο- `λοξός΄ θ. του ελνστ. επιθ. στραβό(ς) `αλλήθωρος΄: μσν. στραβο-μύτης, στραβό-ξυλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβογερνώ [stravojernó] & -άω Ρ (βλ. γερνώ) : (οικ.) γερνώ πρόωρα και άσχημα, με πολύ έντονα τα σημάδια της γεροντικής ηλικίας, κυρίως στο πρόσωπο: Πολύ στραβογέρασε αυτή η γυναίκα.

[στραβο- + γερνώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοδίβουλος -η -ο [stravoδívulos] Ε5 : δύστροπος.

[στραβο- + δίβουλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκάνης -α -ικο [stravokánis] Ε9 : (χλευ.) που έχει στραβά πόδια· στραβοπόδης, στραβοπόδαρος. || (ως ουσ.).

[στραβο- + καν(ί) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκαταλαβαίνω [stravokatalavéno] Ρ (βλ. καταλαβαίνω) : (οικ.) παρανοώ κτ.

[στραβο- + καταλαβαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκαταπίνω [stravokatapíno] Ρ (βλ. καταπίνω) : (οικ.) δεν καταπίνω σωστά με αποτέλεσμα η τροφή να μην ακολουθήσει τη φυσιολογική οδό προς το φάρυγγα: Στραβοκατάπια το νερό και κόντεψα να πνιγώ.

[στραβο- + καταπίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκατινιάζω [stravokatinázo] Ρ2.1α μππ. στραβοκατινιασμένος : (οικ., μειωτ.) για κτ. που έχει στραβώσει, που έχει χάσει το αρχικό του σχήμα: Στραβοκατινιασμένες καρέκλες / παντόφλες. || κάνω κτ. να στραβοκατινιάσει.

[στραβο- + κατίν(α) -ιάζω (δες στο ξεκατινιάζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκεφαλιά η [stravokefaá] Ο24 : (οικ.) πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη.

[στραβο- + κεφάλ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκέφαλος -η -ο [stravokéfalos] Ε5 : (οικ.) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας.

[στραβο- + κεφάλ(ι) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβοκοίταγμα το [stravokítaγma] Ο49 : (οικ.) βλέμμα περιφρονητικό ή απειλητικό: Πιάστηκαν στα χέρια για ένα ~.

[στραβοκοιτακ- (στραβοκοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες