Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβισμός ο [stravizmós] Ο17 : (ιατρ.) απόκλιση του οπτικού άξονα στο ένα ή και στα δύο μάτια: Συγκλίνων / αποκλίνων ~, όταν το μάτι αποκλίνει προς τα μέσα / προς τα έξω.
[λόγ. < ελνστ. στραβισμός]



