Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβίζω [stravízo] Ρ2.1α : (οικ.) έχω στραβισμό, αλληθωρίζω.

[λόγ. < ελνστ. στραβίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες