Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στράφι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στράφι [stráfi] επίρρ. : μόνο στη ΦΡ κτ. ή κάποιος πάει ~, πηγαίνει χαμένος, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται: Πήγε ~ τόσος κόπος και τόσος χρόνος. Tο μηχάνημα ήταν ελαττωματικό και πήγαν ~ τα λεφτά. Φοβάμαι πως θα πάει ~ αυτό το παδί με το μυαλό που έχει. Δεν τον πρόσεξαν οι γιατροί και κόντεψε να πάει ~ ο άνθρωπος.

[τουρκ. israf `σπατάλη΄ (από τα αραβ.) με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go