Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στράντζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στράντζα η [strándza] Ο25 : (τεχν.) μηχανή που χρησιμοποιείται για το λύγισμα μεταλλικών πλακών.

[ίσως < ιταλ. stirare `τεντώνω, σιδερώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες