Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στράβωμα 1 το [strávoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στραβώνω 1: 1. παραμόρφωση ενός αντικειμένου ή μετακίνησή του από τη σωστή θέση του: Tο ~ του κονταριού / της λαμαρίνας / της σπονδυλικής στήλης. 2. (μτφ., οικ.) κακή τροπή σε μια εξελικτική πορεία, σε μια διαδικασία: Tο ~ της υπόθεσης.
[στραβώ(νω) 1 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στράβωμα 2 το : (οικ.) τύφλωση.
[στραβώ(νω) 2 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβωμάρα η [stravomára] Ο25α : (οικ.) 1. (χλευ.) α. η ιδιότητα του στραβού, αυτού που είναι τυφλός ή που έχει πολύ αδύνατη όραση: Mε τη ~ που έχω, δε σε είδα. β. απροσεξία εξαιτίας της οποίας δε βλέπουμε, δεν παρατηρούμε κτ.: ~ έχεις, δε βλέπεις πως περνάει αυτοκίνητο; Tι ~, μπροστά στα μάτια μου είναι τα κλειδιά! 2. (μτφ.) α. απερισκεψία: Έκανα μεγάλη / τη ~ να πουλήσω τότε το οικόπεδο. β. κακοτυχία: Όλο στραβωμάρες μου τυχαίνουν αυτό τον καιρό.
[στράβωμ(α) 2 -άρα]



