Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στομαχόπονος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στομαχόπονος ο [stomaxóponos] Ο20 : (οικ.) πόνος στο στομάχι, στομαχικός πόνος.

[στομάχ(ι) -ο- + πόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες