Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοματολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοματολογικός -ή -ό [stomatolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στοματολογία ή με το στοματολόγο. στοματολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. στοματολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες