Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στιχουργός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιχουργός ο [stixurγós] Ο17 θηλ. στιχουργός [stixurγós] Ο34 : αυτός που γράφει στίχους, κυρίως για μελοποίηση: Στο διαγωνισμό βραβεύτηκε ο συνθέτης και ο ~ του (τάδε) τραγουδιού.

[λόγ. < μσν. στιχουργός < στί χ(ος) -ουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go