Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιχάριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιχάριο το [stixário] Ο40 : (εκκλ.) το εσωτερικό άμφιο των κληρικών όλων των βαθμίδων, που έχει το σχήμα μακριού χιτώνα με μανίκια.

[λόγ. < ελνστ. στιχάριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες