Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στιχάκι το [stixáki] Ο44α : (οικ.) στροφή ή ολόκληρο ποίημα απλοϊκό, χωρίς καμιά λογοτεχνική αξία: Έφτιαχνε σατιρικά στιχάκια. Έγραφε στιχάκια για λαϊκά τραγούδια. Tο ημερολόγιο πίσω από κάθε φύλλο έχει και ένα ~.
[στίχ(ος) -άκι]



