Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στιφάδο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιφάδο το [stifáδo] Ο39 : τρόπος παρασκευής φαγητού με μικρά ολόκληρα κρεμμύδια και με πολλά μπαχαρικά, και ως επίθ.: Λαγός / βοδινό ~. Tις σουπιές τις έκανα ~. || φαγητό, κυρίως κρέας, που το έχουν κάνει στιφάδο: Έφαγα ~.

[βεν. *stufado (πρβ. ιταλ. stufato) < λατ. ρ. *extufare < αρχ. τύφος `ατμός, αχνός΄ (τροπή [u > i] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go