Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στιλιζάρισμα το [stilizárizma] Ο49 : η ενέργεια ή κυρίως το αποτέλεσμα του στιλιζάρω. || (μειωτ.) τυποποίηση μιας καλλιτεχνικής μορφής.
[στιλιζάρ(ω) -ισμα]



