Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλβωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβωτής ο [stilvotís] Ο7 : αυτός που στιλβώνει και ειδικότερα αυτός που γυαλίζει παπούτσια, ο λούστρος.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. στιλβωτής `που γυαλίζει αντικείμενα΄ < στιλβω- (δες στιλβώνω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες