Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλβωτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβωτήριο το [stilvotírio] Ο40 : κατάστημα όπου γυαλίζουν ή βάφουν παπούτσια.

[λόγ. στιλβω(τής) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες