Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στιλέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλέτο το [stiléto] Ο39 : 1. μικρό μαχαίρι, είδος εγχειριδίου, με λεπτή, αιχμηρή και συνήθ. τριγωνική λεπίδα, κατάλληλο για δολοφονικές επιθέσεις: Tον χτύπησε πισώπλατα με το ~. 2. (μτφ.) για ύπουλη επιθετική ενέργεια: H Ελλάδα έχει δεχτεί πολλές φορές χτυπήματα με ~.

[ιταλ. stiletto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go