Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλάκι το [stiláki] Ο44α : (προφ., ειρ.) για άτομο: 1. με ιδιαίτερα περιποιημένη και εξεζητημένη εμφάνιση. 2. πολύ λεπτό και κομψό: Έγινες (πολύ) ~.

[στιλ -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες