Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στικ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στικ το [stík] Ο (άκλ.) : εμπορική ονομασία για διάφορα προϊόντα που κυκλοφορούν σε συμπυκνωμένη μορφή και σε συσκευασία που έχει σχήμα μικρού κυλίνδρου και ως επίθ.: Kόλλα / αποσμητικό ~ / σε ~.

[λόγ. < αγγλ. stick]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στικτός -ή -ό [stiktós] Ε1 : (λόγ.) α. που είναι γεμάτος στίγματα (μικρές κηλίδες ή βούλες): Στικτό τρίχωμα. β. που σχηματίζεται από στίγματα (στιγμές, τελείες): Στικτή γραμμή.

[λόγ. < αρχ. στικτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go