Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιγμόμετρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιγμόμετρο το [stiγmómetro] Ο42 : (τυπ.) όργανο ή κανόνας για τη μέτρηση τυπογραφικών στιγμών.

[λόγ. στιγμ(ή)ΙΙ2 -ο- + -μετρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες