Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στηθοσκόπιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στηθοσκόπιο το [stiθoskópio] Ο40 : όργανο που χρησιμοποιεί ο γιατρός για να ακούσει τους ήχους που προέρχονται από τη θωρακική κοιλότητα (πνεύμονες και καρδιά) και που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό σωλήνα, του οποίου οι δύο άκρες έχουν το σχήμα χοάνης, ή από μία κάψα που λειτουργεί ως ηχείο και από την οποία ξεκινούν δύο ελαστικοί σωλήνες που καταλήγουν σε ακουστικά και τοποθετούνται στα αυτιά του γιατρού (ακουστικά).

[λόγ. < γαλλ. stéthoscope < αρχ. στῆθο(ς) + -scope = -σκόπιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go