Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερημένος -η -ο [steriménos] Ε3 μππ. του στερώ : που ζει με στερήσεις, με έλλειψη υλικών αγαθών: ~ άνθρωπος. Στερημένη ζωή, που χαρακτηρίζεται από στερήσεις. στερημένα ΕΠIΡΡ: Πέρασε τη ζωή του ~.

[μππ. του στερώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες