Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεοχρωμία η [stereoxromía] Ο25 : (τεχν.) μέθοδος για τη στερέωση των χρωμάτων σε έργα ζωγραφικής, ιδίως σε τοιχογραφίες, που γίνεται με χημικά μέσα.
[λόγ. < γαλλ. stéréochromie < stéréo- = στερεο- + αρχ. χρῶμ(α) -ie = -ία]



