Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεοσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στερεοσκόπιο το [stereoskópio] Ο40 : όργανο με το οποίο γίνεται η στερεοσκοπική παρατήρηση ενός επίπεδου αντικειμένου.

[λόγ. < γαλλ. stéréoscope < stéréo- = στερεο- + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες