Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεοσκοπία η [stereoskopía] Ο25 : τεχνική με την οποία, ενώ παρατηρούμε ένα επίπεδο αντικείμενο (δύο διαστάσεις), δημιουργείται το αίσθημα του βάθους (τρεις διαστάσεις).
[λόγ. < γαλλ. stéréoscopie < stéréo scop(e) = στερεοσκόπ(ιο) -ie = -ία]



