Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στερεοβάτης ο [stereovátis] Ο10 : (αρχαιολ., αρχιτ.) το θεμέλιο των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών κτιρίων: Οι ανασκαφές οδήγησαν στην ανακάλυψη του στερεοβάτη και τμημάτων του δαπέδου ενός ναού / ενός ανακτόρου.
[λόγ. < ελνστ. στερεοβάτης]



