Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενοπορία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενοπορία η [stenoporía] Ο25 : στενό πέρασμα ιδίως σε ορεινή περιοχή· στενό.

[λόγ. < αρχ. στενοπορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες