Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στενογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενογραφώ [stenoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (για λόγο, ιδ. προφορικό) καταγράφω στενογραφικά: Στενογραφημένη ομιλία. ~ τα πρακτικά μιας συνεδρίασης της βουλής / ενός δικαστηρίου.

[λόγ. στενογραφ(ία) -ώ μτφρδ. γαλλ. sténographier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go