Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στενογραφία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενογραφία η [stenoγrafía] Ο25 : γραφή, η οποία με τη χρήση ειδικών συμβόλων για συλλαβές, λέξεις ή φράσεις δίνει τη δυνατότητα καταγραφής του προφορικού λόγου κατά τη στιγμή που εκφωνείται: Συστήματα στενογραφίας. Mαθήματα στενογραφίας και γραφομηχανής.

[λόγ. < γαλλ. sténographie < sténo- = στενο- + -graphie = -γραφία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go