Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενογράφηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενογράφηση η [stenoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στενογραφώ.

[λόγ. στενογραφη- (στενογραφώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες