Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενή η [stení] Ο29 : (λαϊκ.) η φυλακή, το πειθαρχείο ή και το κρατητήριο: Tον κλείσανε / τον έχουν στη ~.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. στενός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες