Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στελέχωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στελέχωση η [steléxosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στελεχώνω: Zητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη ~ ασφαλιστικής εταιρείας.

[λόγ. στελεχω- (δες στελεχώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go