Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στειρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στειρώνω [stiróno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ στειρότητα, δηλαδή αδυναμία αναπαραγωγής, σε άνθρωπο ή σε ζώο.

[λόγ. < ελνστ. στειρ(ῶ) -ώνω `κά νω κτ. άγονο΄ σημδ. γαλλ. stériliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες