Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στειρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στειρεύω [stirévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) στερεύω.

[στείρ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες